ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΒΑΔΙΩΝ
Δευ-Παρ – 7.30-13.35
Τηλέφωνα: 24811899, 24811896
Τηλεομοιότυπο: 24811897
Μενού

10ος Διεθνής Μαθητικός Διαγωνισμός: «Κύπρος, Ελλάδα, Ομογένεια: εκπαιδευτικές γέφυρες»

Διήγημα

 

1974

Ήταν μια καλοκαιρινή νύχτα του 1974…περασμένα μεσάνυχτα, πριν προλάβουν να λαλήσουν τα κοκόρια στο χωρίο και πριν προλάβει ο ήλιος να χαράξει. Κίνησα με οδηγό μου τη σελήνη και πήγα και κοντοστάθηκα κάτω από το μπαλκόνι της. Πήρα ένα χαλίκι από κάτω και το πέταξα στο παράθυρό της. Δεν περνούν δέκα δευτερόλεπτα και εκείνη ανοίγει το παράθυρο και ρίχνει μια ανεμόσκαλα πλεγμένη με τα προικοσέντονά της, κατεβαίνει σιγά σιγά και πέφτει στην αγκαλιά μου. Φορούσε ένα κατάλευκο ασημοκέντητο νυμφικό, που της το έραβε κρυφά τα βράδια η γιαγιά της. Ήταν η μόνη που ενέκρινε τον έρωτά μας, γιατί ούτε εκείνη είχε την έγκριση των γονιών της να παντρευτεί αυτόν που αγαπούσε, όταν ήταν νέα. Αποφασίσαμε έτσι να κλεφτούμε, όπως κλέφτηκε κι αυτή με τον παππού, να παντρευτούμε και να πάρουμε το καράβι για την ξενιτιά.

Ανεβήκαμε αθόρυβα στον λόφο προς το εκκλησάκι, όπου μας περίμενε ο πατήρ Γεώργιος για να μας παντρέψει. Τα αστέρια φωτοβολούσαν και χόρευαν σαν να χαίρονταν μαζί μας. Η τελετή ήταν σύντομη και αφού πήραμε την ευλογία του ιερέα κατευθυνθήκαμε προς το λιμανάκι, για να περιμένουμε το καράβι που θα μας ελευθέρωνε. Εκεί, στην ακροθαλασσιά, έλυσε τα μαλλιά της. Αχ! Τι όμορφα και μακριά που ήτανε, σαν ίνες χρυσού υφασμένες με ηλιαχτίδες και μετάξι. Έβγαλε τα παπούτσια της και έτρεξε προς το νερό. Το φως του φεγγαριού έλαμψε στην κοιλιά της, που έκρυβε το μυστικό του έρωτά μας. Ξάπλωσα κι εγώ στην άμμο και έμεινα να την χαζεύω. Ο άνεμος χόρευε μαζί της και της ανέμιζε το φόρεμα και τα μαλλιά με τόση χάρη. Σιγοτραγουδούσε μια γλυκιά μελωδία και όλη η φύση τραγουδούσε μαζί της. Το θρόισμα των φύλλων, ο παφλασμός των κυμάτων, το κλάμα των γλάρων, όλα έδεναν μαζί σε μια τέλεια αρμονία.

Η ανατολή άρχισε να αχνοφαίνεται σκορπίζοντας μια πανδαισία χρωμάτων που ζωγραφίζονταν στον γλυκογάλανο καμβά του ουρανού, που με τη σειρά του αντανακλούνταν στη θάλασσα δημιουργώντας ένα σκηνικό γήινου παράδεισου. Επιτέλους, το καράβι φάνηκε στον ορίζοντα. Έτρεξε με χαρά μέσα στα κύματα και γύρισε και με κοίταξε. «Σ’ αγα….», μου είπε και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, μια σφαίρα την κτυπά στο στήθος και πέφτει στα κύματα. Έτρεξα αμέσως κοντά της. Ο πολύχρωμος καμβάς της θάλασσας έγινε κατακόκκινος από το αίμα, η μελωδία της φύσης έπαψε ν’ ακούγεται και ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα απ’ την ντροπή του. Την έβγαλα στη στεριά και γύρισα και κοίταξα προς τη θάλασσα. Πάνω στο καράβι ανέμιζε η τουρκική σημαία. Δεν άντεξα. Ξέσπασα σε κλάματα. «Κατάρα στα δάχτυλα που πάτησαν εκείνη τη σκανδάλη. Κατάρα στον άνεμο που τους οδήγησε εδώ πέρα. Κατάρα στη θάλασσα που δεν φουρτούνιασε για να τους εμποδίσει να φτάσουν στη χώρα μας». Έσφιξα το άψυχό της κορμί στην αγκαλιά μου, κοίταξα προς τον ουρανό και ούρλιαξα:

«Άκου τον γιο σου Παναγιά

μάνα των μάνων όλων

μάνα των κόρων και των γιων

και βάλσαμο των πόνων.

Σώσε μια μάνα και παιδί

και μένα που σπαράζω.

Κατέβα απ’ τους ουρανούς

και διώξε το μαράζι».

Άνοιξε τότε ο ουρανός και βλέπω να κατεβαίνει η Παναγία ντυμένη με μαύρο χιτώνα. Κατέβηκε από τον ουρανό και ήρθε και γονάτισε δίπλα της. Ακούμπησε την κοιλιά της και με ρώτησε: «Πώς θα την ονομάσετε;». «Ειρήνη», απάντησα. Τότε έβγαλε μια λόγχη που είχε στο ζωνάρι της και την ακούμπησε στην κοιλιά της. Μια οπτασία βρέφους εμφανίστηκε στα χέρια της Παναγίας. Το βούτηξε τρεις φορές στη θάλασσα και το βάφτισε «Ειρήνη». Μετά, κρατώντας με το ένα χέρι τη γυναίκα μου και με το άλλο την κόρη μου χάθηκε στο εκτυφλωτικό φως του ουρανού. Η ψυχή μου τότε γέμισε με μια απροσδιόριστη δύναμη και ο πόνος που ένιωθα προηγουμένως χάθηκε μια για πάντα. Κατάλαβα ότι οι αγαπημένες μου βρίσκονταν τώρα σ’ ένα άλλο κόσμο, καλύτερο από τον δικό μας.